- αχ
- και άχου και αχού και άχιεπιφώνημα με το οποίο εκφράζεται: 1) πόνος, λύπη («Αχ, πώς πονώ», «Αχ, ο δύστυχος»)2) οργή, αγανάκτηση («Αχ, τον παλιάνθρωπο», «Αχ, και να σε πιάσω»)3) σφοδρή επιθυμία («Αχ, να μπορούσα»)4) ευχαρίστηση, ικανοποίηση («Αχ, τι ωραία»)5) στοργή, τρυφερότητα («Άχου το, άχου το»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο του αναστεναγμού].
Dictionary of Greek. 2013.